δυσάρεστος

δυσάρεστος
-η, -ο
αυτός που προκαλεί δυσαρέσκεια, που δεν είναι ευχάριστος, ο ενοχλητικός: Το πρωί είχα μια δυσάρεστη συνάντηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δυσάρεστος — hard to appease masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσάρεστος — η, ο (AM δυσάρεστος, ον) αυτός που προκαλεί δυσαρέσκεια, ανεπιθύμητος, ενοχλητικός («δυσάρεστος καιρός») αρχ. 1. αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται 2. ο δυσαρεστημένος από κάτι ή κάποιον …   Dictionary of Greek

  • δυσαρεστότερον — δυσάρεστος hard to appease adverbial comp δυσάρεστος hard to appease masc acc comp sg δυσάρεστος hard to appease neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρέστως — δυσάρεστος hard to appease adverbial δυσάρεστος hard to appease masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσάρεστον — δυσάρεστος hard to appease masc/fem acc sg δυσάρεστος hard to appease neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρεστότερος — δυσάρεστος hard to appease masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρέστοις — δυσάρεστος hard to appease masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρέστου — δυσάρεστος hard to appease masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρέστους — δυσάρεστος hard to appease masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρέστων — δυσάρεστος hard to appease masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”